- ἐχέτλης
- ἐχέτληplough-handlefem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εχέτλη — ἐχέτλη, ἡ (Α) η λαβή τού αρότρου («ἄκρον ἐχέτλης χειρὶ λαβών», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εχέ θλη, με ανομοίωση τών δασέων < θ. εχε * τού έχω (I) (για το επίθημα πρβλ. γενέ θλη). Συνδέεται με ουαλ. haeddel, μσν. βρετ. haezl, που έχουν την ίδια… … Dictionary of Greek